- νεβροχίτων
- νεβροχίτων, -ωνος, ὁ, ἡ (Α)αυτός που φορεί νεβρίδα, δέρμα νεβρού.[ΕΤΥΜΟΛ. < νεβρός «ελαφάκι» + χιτών (πρβλ. λινο-χίτων, προβατο-χίτων)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
νεβρός — ο (Α νεβρός, ὁ και σπαν. ἡ) το νεογνό τού ελαφιού, το ελαφάκι («νεβρὸν ἔχοντ ὀνύχεσσι, τέκος ἐλάφοιο ταχείης», Ομ. Ιλ.) αρχ. 1. το δέρμα νεογνού ελαφιού («περὶ δὲ τοὺς πόδας τε καὶ τὰς κνήμας πέδιλα νεβρῶν», Ηρόδ.) 2. μτφ. κάθε σύμβολο φόβου και… … Dictionary of Greek
χιτώνας — Εσωτερικό ένδυμα που χρησιμοποιούσαν οι αρχαίοι Έλληνες και οι Ρωμαίοι. Στους μινωικούς λαούς, ο χ. ήταν είδος περισκελίδας, από τη μέση μέχρι τα πόδια, και στους μυκηναϊκούς κοντό πουκάμισο χωρίς μανίκια, που έφτανε μέχρι τους αστραγάλους. Τον… … Dictionary of Greek